ΒΙΟΣ ΑΓΙΑΣ
ΤΟΥ ΒΙΟΥ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΒΡΥΤΟΥ ΑΓΙΑΣ
ΧΡΥΣΟΒΑΛΑΝΤΟΥ ΕΙΡΗΝΗΣ
ΤΑ ΘΑΥΜΑΣΤΑ ΠΑΡΑΔΟΞΑ
Αγία Εἰρήνη Χρυσοβαλάντου! ὡραία ψυχή, πού ἔδειξε μέ τήν ζωή της πού τήν πρόσφερε ἐξ ὁλοκλήρου ἀνάλωμα στόν Δεσπότη μας Χριστό μιά αἰώνια ἀλήθεια, ὅτι ζῆ ὁ Χριστός στίς καρδιές τῶν πιστῶν πού τόν πιστεύουν Σωτήρα Λυτρωτή καί τόν λατρεύουν Θεόν Ἀληθινόν.
Καταγόταν ἀπό τήν Καισάρειαν τῆς Καππαδοκίας, ἀπό γονεῖς πλουσίους, εὐσεβεῖς καί ξακουστούς. Ἐκλέχθηκε ὡς σύζυγος διά τόν υἱόν τοῦ Αὐτοκράτορος Θεοφίλου καί τῆς Βασιλίσσης Θεοδώρας, Μιχαήλ τόν Γ΄.
Ἀλλ’ ἕως ὅτου ἀπό τήν μακρυνήν πατρίδα της Καππαδοκία φθάσῃ εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν ἡ Εἰρήνη, ὁ μέν Μιχαήλ εἶχεν ἤδη νυμφευθῇ μέ ἄλλην –καί τοῦτο Θεοῦ οἰκονομίᾳ– αὐτή δέ περνῶντας ἀπό τόν Ὄλυμπον τῆς Μυσίας, ἦλθε νά πάρη τάς εὐχάς τοῦ Ὁσίου Ἰωαννικίου τοῦ Μεγάλου πού ἀσκήτευε σ’ ἐκεῖνο τό ὄρος.
Ὁ Ὅσιος Ἰωαννίκιος, προβλέποντας τό μέλλον, τῆς λέγει: «Πήγαινε εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν, τέκνον μου, ὄχι ὄμως διά τό Βασίλειον. Σέ χρειάζεται ἡ Μονή Χρυσοβαλάντου διά νά καθοδηγῆς τάς Μοναχάς της».
* * *
Ἡ προφητεία τοῦ Ἁγίου Ἰωαννικίου ἀλλάζει ὁλοκληρωτικά τήν πορεία τῆς ζωῆς τῆς Ἁγίας Εἰρήνης.
Ἡ Θεία Πρόνοια δέν ἐπεφύλασσε γιά τήν Εἰρήνη τό στέμμα τό τρίκορφο τῆς Αὐτοκράτειρας μέ τά πολλά διαμάντια, ἀλλά ἔναν ἀνώτερον θρόνον εἰς τήν αἰώνιαν ζωήν. Γι’ αὐτό ἀνταλλάσσει τά πρόσκαιρα γιά τήν ἀπόκτηση τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν.
Μοιράζει ὅλα τά πλούτη της εἰς τούς πτωχούς καί εἰσέρχεται εἰς τήν Μονήν Χρυσοβαλάντου, ὅπου ἐνδύεται τό πενιχρόν τῆς Μοναχῆς τριβώνιον.
Ἀφήνει τά βασίλεια καί εἰσάγεται στό στῖβο τῶν πνευματικῶν ἀγώνων. Ἀποβλέπουσα δέ πρός μόνον τόν τῆς πίστεως Ἀρχηγόν καί Τελειωτήν Ἰησοῦν, τόν Νυμφίον τῆς ψυχῆς της, περνοῦσε τήν ζωήν της σέ διαρκῆ προσευχή καί μελέτη τῶν θείων λόγων.
Ἔτσι ἔγινε ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί καθαρόν τοῦ Θεοῦ ἐνδιαίτημα.
Ἡ θυσία τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν προσφέρεται ἐπάνω εἰς τόν βωμόν τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, προσλαμβάνει πελώριες διαστάσεις.
* * *
Ἡ Ὁσία Εἰρήνη ἐνῶ δέν εἶχε ἀκόμη ἕνα χρόνο στή Μονή, ἐπιχειρεῖ τήν ἐπίπονη ἄσκηση τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου, τό νά προσεύχεται δηλαδή μέ ὑψωμένα τά χέρια, ἀπό τήν δύση τοῦ ἡλίου μέχρι τήν ἀνατολή τοῦ ἡλίου τῆς ἐπομένης ἡμέρας.
Πολλές φορές προσηύχετο μέ τόν τρόπον αὐτόν καί συχνά ἔμενε στή στάση αὐτή προσευχομένη καί δύο ἤ καί τρία ἡμερόνυκτα. Ἔγινε ἀντιληπτό ὅτι καί ὁλόκληρη ἑβδομάδα ἔμενε στή στάση αὐτή προσευχομένη μέ τά χέρια ὑψωμένα χωρίς νά χρησιμοποιῆ κανένα ὑποστήριγμα.
Ὅταν δέ ἤθελε νά κατεβάση τά χέρια της ἀπό τή στάση αὐτή τῆς προσευχῆς δέν μποροῦσε καί καλοῦσε μία ἀπό τίς πρόκριτες ἀδελφές νά τήν βοηθήση, διότι ἀπό τήν πολυήμερη καί ἐπίπονη αὐτή ἀνάταση, ἐπιάνοντο οἱ ἀγκῶνες της καί οἱ ὦμοι λόγῳ τῆς ἀφύσικης καταπόνησης καί διά νά ἐπαναφέρη τά χέρια στή θέση τους, ἦταν φοβερό νά ἀκούει κανείς τόν κρότο πού ἔκαναν οἱ ἀρθρώσεις· «ἐκατακτυποῦσαν αἱ ἀρθρώσεις καί ἀπό μακράν ὁ κρότος ἠκούετο» γράφει χαρακτηριστικά ὁ βιογράφος της.
Δι’ αὐτό καί ἠρέθιζε ὁ ἀγώνας της αὐτός τόσο πολύ τούς δαίμονας πού τήν ἀποκαλοῦσαν νυκτοφάγον καί ξυλόποδα, δηλαδή, ὅτι εἶχε τόση καρτερία καί ἀντοχή στή προσευχή της πού ἦταν σάν νά κατέτρωγε τίς νύκτες καί σάν νά εἶχε ξύλινα πόδια καί δέν ᾐσθάνετο τήν κούραση.
Ὅταν λοιπόν προσπαθήσετε, πιστοί προσκυνητές, νά συλλάβετε μέσα σέ λίγες στιγμές τήν δύναμη πού κρύβεται στήν καρδιά αὐτῆς τῆς Μεγάλης Ἁγίας, πιστεύω πώς θά νοιώσετε τά γόνατά σας νά τρέμουν καί νά χάνετε τό κουράγιο τῆς σκέψης σας.
* * *
Πολλές φορές ἡ Ὁσία Εἰρήνη Χρυσοβαλάντου, ἔβγαινε τίς νύκτες στό προαύλιο τῆς Μονῆς γιά νά προσευχηθῆ κάτω ἀπό τόν ἔναστρο οὐρανό, ὅταν ὅλες οἱ ἄλλες Μοναχές ἡσύχαζαν.
Μέ τά χέρια λοιπόν ὑψωμένα, ὅπως συνήθιζε νά προσεύχεται, ἀνέπεμπε τήν δέησή της στόν Παντοκράτορα Θεόν.
Τότε –εὐδοκίᾳ Θεοῦ– ὑψώνετο δύο πήχεις ἐπάνω ἀπό τήν γῆν καί ἔμενε μετέωρος «σάν ἀετός ὑψιπέτης» (σάν τόν ἀετό νά πετᾶ στά ὕψη) καί τά δύο κυπαρίσσια πού εὑρίσκοντο στό προαύλιο τῆς Μονῆς πλησίον τῶν ὁποίων ἡ Ἁγία τίς νύκτες προσηύχετο, ἐλύγιζαν μέ τήν νεύση τοῦ Παντοδυνάμου Θεοῦ τίς κορυφές των καί ἐφαίνοντο ὅτι τήν προσκυνοῦσαν.
Ὅταν δέ ἐτελείωνε τήν προσευχήν της ἡ Ἁγία ἐσταύρωνε τίς κορυφές τῶν κυπαρισσιῶν καί ἐκεῖνα –ὦ! τοῦ ἐξαισίου Θαυματουργήματος– σάν νά ᾐσθάνοντο ὅτι εὐλογήθησαν ἀπό τήν Ἁγία, ἐπανήρχοντο στήν ἀρχική των θέση.
Καί νά σκεφθῆ κανείς ὅτι τό κυπαρίσσι εἶναι τό μόνο δένδρο πού δέν λυγίζει εὔκολα καί στή μεγαλύτερη βία σφοδρῶν ἀνέμων.
Κι’ ὅμως πρός χάριν της ὁ Θεός παρουσίαζε τό ἐξαίσιον αὐτό θαυματούργημα γιά νά δείξῃ ὅτι, ἀφοῦ σάν λαμπρό κυπαρίσσι ὑψώθηκε πρός Αὐτόν (τόν Θεόν) μέ τίς ἀρετές τῆς ζωῆς της καί τίς ὑψηλές θεωρίες τοῦ νοῦ της ἡ Ἁγία, δι’ αὐτό καί κατά προσταγήν Ἐκείνου ἐλύγιζαν τά ἄψυχα κυπαρίσσια καί τήν προσκυνοῦσαν στό χρονικό διάστημα τῆς προσευχῆς της.
* * *
Διά νά μή μείνῃ δέ χωρίς μαρτυρία τό θαυμαστό αὐτό γεγονός ἰδού τί ᾠκονόμησεν ὁ Θεός. Μία ἀπό τίς Μοναχές τῆς Μονῆς πού ἔτυχε νά ἀγρυπνῆ καί ἐκείνη, παρακολούθησε τό θαυματούργημα αὐτό καί ἐνῶ στήν ἀρχή νόμισε ὅτι αὐτό πού ἔβλεπε ἴσως ἦταν γέννημα τῆς φαντασίας της, πιστοποιήθηκε ἀργότερα μέ τήν πάροδο τῶν ὡρῶν πού περνοῦσαν καί ἔβλεπε δύο πήχεις πάνω ἀπό τήν γῆν τήν Ἁγία νά προσεύχεται καί νά λυγίζουν μπροστά της τά κυπαρίσσια, ὅτι πράγματι δέν ἦταν αὐτό κάτι τό φανταστικό, ἀλλά ὅτι ἦτο αὐτή ἡ ἰδία ἐνάρετος Ἡγουμένη των πού προσηύχετο μέ ὑψωμένα τά χέρια κα καί τό κουκούλι τῆς Ἁγίας καί ἡ φωτιά προχωροῦσε κατακαίγοντας τούς ὤμους, τό στῆθος, τή ράχη, τά νεφρά καί παρ’ ὁλίγον θά τήν κατέκαιγε ὁλόκληρον, ἐάν δέν βρισκόταν κάποια ἀπό τίς ἀδελφές, πού ἀγρυπνοῦσε κι’ αὐτή σέ ὁλονύκτιες προσευχές, καί ἀμέσως μόλις αἰσθάνθηκε τήν μυρωδιά ἀπό τά καμμένα ροῦχα καί τήν κνίσσα ἀπό τήν καμμένη σάρκα, βγῆκε ἔξω ἀνήσυχη καί ἀναζητοῦσε ἀπό πιό μέρος ἐρχόταν ἡ μυρωδιά.
Ἔφθασε ἔτσι μέχρι τό κελλί τῆς Ἡγουμένης. Ἔσκυψε καί καθώς εἶδε αὐτό γεμᾶτο ἀπό καπνό, ἄνοιξε ἀμέσως τήν θύρα καί βλέπει θέαμα φρικτό καί ξένο! Νά καίεται ἡ Ἁγία καί ὅμως νά παραμένει ἀκίνητος καί ἀσάλευτος ἀπό τήν στάση τῆς προσευχῆς!
Ἔτρεξε λοιπόν νά σβύσει τίς φλόγες καί νά ἐλευθερώσει ἀπό τήν φωτιά τήν Ἁγία καί τήν ἐσάλευσε. Ἐκείνη κατέβασε τά ὑψωμένα χέρια της καί μέ παράπονο τῆς εἶπε: «Γιατί μοῦ τό ἔκανες αὐτό, παιδί μου; Γιατί μέ στέρησες ἀπό τέτοια εὐλογημένα ἀγαθά μέ τήν ἄστοχη αὐτή ἐπέμβασή σου; Δέν πρέπει νά φρονῶμεν τά τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά τά τοῦ Θεοῦ. Νά τώρα μπροστά στά μάτια μου ἔβλεπα Ἄγγελον τοῦ Θεοῦ πού ἅπλωνε τό χέρι του γιά νά μέ στεφανώσει μέ ἕνα ὡραιότατο στεφάνι ἀπό ἄνθη τοῦ Παραδείσου, ἀλλά ἡ δική σου φροντίδα τόν σταμάτησε καί φεύγοντας πῆρε μαζί του τό στεφάνι. Διατί λοιπόν, παιδί μου, ἔδειξες αὐτήν τήν φροντίδα; Δέν δέχομαι δῶρο πού μέ ζημιώνει».
Ἐνῶ ἄκουε αὐτά ἡ Μοναχή, δάκρυα κυλοῦσαν ἀπό τά μάτια της καθώς ἀνασποῦσε τά ράκη τά ὁποῖα εἶχαν προσκολληθῆ εἰς τίς σάρκες τῆς Ὁσίας, ἔνα ἄρωμα δέ ἀσυγκρίτως καλύτερο ἀπό ὅλα τά ἀρώματα σκορπιζόταν ἀπό τό σῶμα της καί πλημμύρισε ὅλη τήν περιοχή τοῦ Μοναστηριοῦ.
Ὕστερα δέ ἀπό λίγες ἡμέρες ὁ ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων γιάτρεψε τά καμμένα της μέλη καί ἔτσι ἡ Ἁγία ξανάρχισε τήν πνευματική της ἄσκηση καί τήν διδασκαλία, ὅπως καί πρίν, τό δέ χάρισμα τῆς προφητείας αὐξανόταν πιό πολύ μέσα της καί μποροῦσε νά προβλέπῃ ἀκόμη καί τά πιό μακρυνά γεγονότα.
<* * *
Εἰς τήν Εἰκόνα τῆς Ἁγίας διακρίνονται ἐπί τῶν χειρῶν της τρία μῆλα τά ὁποῖα καί αὐτά ἔχουν τήν σημασίαν των.
Ἡ Ἁγία διανύουσα τόν μοναχικόν αὐτῆς δίαυλον ἐπί τῆς γῆς, ἕνεκα τῶν πνευματικῶν της ἀγώνων εὗρε μεγίστην πρός Θεόν παρρησίαν καί ἀξιώθηκε νά λάβη ἀπό τόν Θεόν ὡς ἀρραβῶνα τῆς μελλούσης ζωῆς, τήν ὁποίαν θά ἀπελάμβανε εἰς τούς οὐρανούς μετά θάνατον, τρία Παραδείσια μῆλα μέσα σ’ ἕνα χρυσοΰφαντον μανδήλιον.
Τά μῆλα αὐτά τά ἔφερεν εἰς αὐτήν κάποιος ναύτης ὁ ὁποῖος καί ἐδιηγήθη εἰς τήν Ὁσίαν ὅτι ἦτο ναύτης ἀπό τήν νῆσον Πάτμον καί ἐμβῆκε εἰς πλοῖον τό ὁποῖον ταξίδευε ἀπό τήν Πάτμον εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν, εἰς τήν ὁποίαν ἤρχετο καί ἐκεῖνος διά κάποιαν ὑπηρεσίαν του. Καθώς δέ ἀπέπλευσε τό πλοῖον –εἶπε πρός τήν Ὁσίαν ὁ ναύτης– καί ἐπερνούσαμε ἀπό τό ἀκατοίκητον μέρος τῆς νήσου εἶδον ὡραῖον καί θεοειδῆ γέροντα, ὁ ὁποῖος μᾶς διέταξε νά τόν περιμένουμε. Ἐπειδή ὄμως ὁ τόπος ἦτο κρημνώδης καί ὁ ἄνεμος καλός δέν ἐσταματήσαμε· τότε ἐκεῖνος ἐφώναξε δυνατώτερα προστάζοντας τό πλοῖον νά σταματήση. Καί ἀμέσως –ὦ τοῦ θαύματος– ἐστάθη τό πλοῖον ἕως ὅτου ἦλθε πρός ἡμᾶς ὁ γηραιός ἐκεῖνος περιπατῶν ἐπάνω στά κύματα.
Ἐμείναμε τότε ὄλοι ἄφωνοι καί ἔμφοβοι πρό τοῦ ἐξαισίου τούτου θαύματος καί ἐπιστεύσαμε ὅτι πρόκειται περί ἁγίου ἀνδρός. Ὅταν δέ ἐπλησίασε τό πλοῖον ὁ θεοειδής ἐκεῖνος γέροντας ἔδωσε εἰς ἐμέ τά μῆλα αὐτά μέ τήν ἐντολήν νά φέρω αὐτά εἰς τήν ἁγιωσύνη σου καί μοῦ εἶπε: «Χάρισε αὐτά εἰς τήν Ἡγουμένην τοῦ Χρυσοβαλάντου Εἰρήνην καί εἰπέ εἰς αὐτήν: Φάγε ἀπό αὐτά πού ἐπεθύμησεν ἡ καλή σου ψυχή· ὅτι τώρα ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ Ἰωάννης ἔρχομαι ἀπό τόν Παράδεισον φέρων αὐτά διά λόγου σου».
Αὐτά ἀφοῦ μᾶς εἶπε καί μᾶς ηὐχήθη ἀμέσως τό πλοῖον ξεκίνησε, ἐκεῖνος δέ ἔγινεν ἄφαντος. Ἡ Ὁσία Εἰρήνη ἀκούσασα ταῦτα ἀπό τήν χαράν της ἐδάκρυσε καί πολλάς εὐχαριστίας ἀπέδωσε πρός τόν ἠγαπημένον μαθητήν τοῦ Χριστοῦ καί Ἀπόστολον Ἰωάννην τόν Θεολόγον.
Ὁ μέν λοιπόν ναύτης λαβών ἀπό τήν Ἁγίαν εὐλογίαν ἀνεχώρησε, ἐκείνη δέ ἐνήστευσε μίαν ἑβδομάδα εὐχαριστοῦσα τόν Κύριον εἰς τήν δωρεάν αὐτήν ὅπου τῆς ἔστειλε διά μέσου τοῦ δούλου του Ἰωάννου.
Ἔπειτα εἰς δόξαν αὐτοῦ ἄρχισε νά τρώγη ἀπό τό ἕνα μῆλον καθ’ ἡμέραν ὁλίγον χωρίς νά γευθῆ ἄρτον ἤ λάχανα ἤ ἄλλο τι βρώσιμον οὔτε κἄν ὕδωρ ἔπινε καί ἐπέρασε νῆστις μέ τήν δύναμη τοῦ μήλου αὐτοῦ σαράντα ὁλοκλήρους ἡμέρας καί τόση εὐωδία ἔβγαινε ἀπό τό στόμα της πού γέμιζε τάς ὀσφρήσεις τῶν ἀδελφῶν καί ὅλο τό Μοναστήριον εὐωδίαζε τόσον πού ἦταν σάν νά ἐκατασκεύαζαν καθ’ ἡμέραν μύρα πολύτιμα καί ἀρώματα.
Τό δεύτερο μῆλο ἐτεμάχισε καί ἐμοίρασε εἰς τάς μοναχάς εὐλογίας ἕνεκεν καί τό τρίτον ἐφύλαξε ὠς φυλακτήριον ἔνθεον δι’ ἑαυτήν καί τό διετήρησε μέχρι τέλους τῆς ζωῆς της.
Προγνωρίσασα δέ τόν θάνατόν της, τάς τελευταίας ἡμέρας τῆς ζωῆς της εἶχεν ὡς τροφήν τόν παραδείσιον τοῦτον καρπόν.
Διά τοῦτο καί εἰς ἀνάμνησιν τῶν μήλων ἐκείνων εὐλογοῦνται πρό τῆς Θαυματουργοῦ αὐτῆς Εἰκόνος διά καταλλήλου εὐχῆς τῆς Ἐκκλησίας μῆλα, τά ὁποῖα τεμαχίζονται καί διανέμονται εἰς τούς πιστούς εὐλογίας ἔνεκεν. Ἄπειρα δέ θαύματα ἐνεργοῦνται διά τῆς θερμῆς πίστεως πρός τήν χάριν τῆς Ὁσίας καί τόν θαυμαστώσαντα αὐτήν Κύριον, εὐθύς ὡς λάβουν οἱ πιστοί τήν εὐλογίαν αὐτήν τοῦ μήλου, μετά ἀπό νηστείαν διά τήν χάριν τῆς Ὁσίας, ἡ ὁποία οὐδένα παραβλέπει, ἀλλά τάχιστα ἐπακούουσα τόν κάθε πονεμένον γίνεται ἰατρός ἀρίστη, ἀντιλήπτωρ θερμοτάτη καί ὀξυτάτη βοηθός.
* * *
Ἡ Ἁγία Εἰρήνη Χρυσοβαλάντου, ἔζησε κατά τόν 9ον αἰῶνα εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν καί ἡγίασεν ὡς Μοναχή.
Ἡ Ἱερά Μονή στήν Λυκόβρυση τῆς Ἀττικῆς τιμᾶται εἰς τό ὄνομα τῆς Ὁσίας Εἰρήνης Χρυσοβαλάντου καί εἶναι ἡ πρώτη Μονή πού ἐκτίσθη ἀπό τοῦ ἔτους 1930 ὑπό τῆς ἀειμνήστου Γεροντίσσης Μελετίας Μοναχῆς (κατά κόσμον Λ. Κονταξῆ) μετά ἀπό πάροδον χιλίων καί πλέον ἐτῶν ἀπό τήν περιώνυμον τῆς Κωνσταντινουπόλεως Μονήν, ὅπου ἠσκήτευσε καί ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ ἡ Ἁγία.
Ἡ Γερόντισσα Μελετία μέ ἀληθινή εὐλάβεια καί ἄπειρες θυσίες ἐδημιούργησε τήν Μονή αὐτή καί ἡ ἰδία ἡ Ἁγία Εἰρήνη Χρυσοβαλάντου ἐμφανίσθηκε καί ὑπέδειξε τόν τόπον διά νά κτισθῆ ἡ πρώτη στό ἔνδοξον ὄνομά της Εκκλησία, ὅπου φυλάττει ὡς θησαυρόν πολύτιμον τήν Θαυματουργόν της Εἰκόνα καί ἔχει σήμερον μετατραπῆ σέ καταφύγιον τόσων πονεμένων ἀνθρώπων πού ἐπισκεπτόμενοι τόν Ναόν της ἐξέρχονται σάν ἀπό ἄλλην κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, θεραπευμένοι ἀπό τά πάντοτε ρέοντα νάματα τῆς χάρης της.
Ἀπό τήν παλαιάν αὐτήν καί ἔνδοξον τῆς Κωνσταντινουπόλεως Μονήν εἰς τήν ὁποίαν ἡγίασεν, τίποτε σήμερον δέν ἀπομένει. Δι’ αὐτό καί ἡ πρώτη καί νεωτέρα αὐτή Μονή της στή Λυκόβρυση τῆς Ἀττικῆς ἀνεκαινίσθη ἀπό τοῦ ἔτους 1960 κατά βυζαντινήν τεχνοτροπίαν ὑπό τοῦ ἀειμνήστου Μητροπολίτου Κυκλάδων καί Νήσων Γαβριήλ διά νά εὕρῃ τήν συνέχισιν τῆς ἐπιβιώσεώς της ἡ παλαιά τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐκείνη Μονή.
Ὡραματίσθηκε ὁ Γέροντας Γαβριήλ νά ἀνακαινίση κατά βυζαντινήν τεχνοτροπίαν τήν Μονήν τῆς ΟΣΙΑΣ ΕΙΡΗΝΗΣ ΧΡΥΣΟΒΑΛΑΝΤΟΥ καί νά τήν φέρη εἰς οἷον ὕψος περίβλεπτον ἵσταται σήμερον.
Εὔκολον εἶναι νά ὀνειρεύεσαι, μά δύσκολον νά στήνης τά ὄνειρά σου πέτρινα προσκυνητάρια μέσα στή ζωή. Νά κτίζεις μέ τά ὑλικά τῆς σκέψεώς σου ἕναν ὁλόκληρον κόσμον τέχνης, εὐαισθησίας, γαλήνης καί ἐθνικοῦ μεγαλείου.
<Ὁ Γέροντας Γαβριήλ ἐγνώριζε ὅτι ἀνασταίνει μνῆμες, φέρνει τό παρελθόν μέσα στό παρόν, γιά νά βγῆ τό ἔργον αὐτό στό ἀσχημάτιστο ἀκόμη μέλλον.
Τήν Θαυματουργόν Εἰκόνα τῆς Ἁγίας εἶχε ἁγιογραφήσει τό ἔτος 1919 ὁ καταγόμενος ἀπό τά Βουρλά τῆς Μ. Ἀσίας καί εἰς τό Ἅγιον Ὄρος μονάσας Νεκτάριος Μοναχός.
Ὁ Πατήρ Νεκτάριος μετά τρία ἔτη ἀπό τήν ἁγιογράφηση τῆς Ἱερᾶς Εἰκόνος ἐπισκέφθηκε τήν πατρίδα του καί ἐμαρτύρησε ἐκεῖ εἰς τήν Σμύρνην τό 1922 φονευθείς ὑπό τῶν Τούρκων.
Ἡ Ἀκολουθία τῆς Ἁγίας ἐποιήθη ὑπό τοῦ ἀειμνήστου Ὑμνογράφου τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας πατρός Γερασίμου Μικραγιαννανίτου καί ἐδόθη ὡς ἀναφαίρετον κτῆμα εἰς τήν Μονήν τῆς Ἁγίας.
Ἡ μνήμη αὐτῆς τιμᾶται ὑπό τῆς Ἐκκλησίας τήν 28ην Ἰουλίου, κατά τό Πάτριον Ἑορτολόγιον. (Τήν ἡμέραν αὐτήν οἱ ἀκολουθοῦντες τό Νέον Ἡμερολόγιον ἔχουν 10 Αὐγούστου).
Ἡ πλουσία δέ χάρις ἡ ὁποία ἐπέλαμπε θαυμάσια τότε εἰς τήν ἐν Κωνσταντινουπόλει Μονή της, ἡ αὐτή χάρις ἐξεχύθη καί ἐπεσκίασε τήν Ἱεράν Μονήν της στή Λυκόβρυση τῆς Ἀττικῆς καί τήν κατέστησε δευτέραν τοῦ Σιλωάμ κολυμβήθραν. Διότι εἰς τήν Λυκόβρυση πηγάζει τά ἰάματα θαυματουργοῦσα ἡ χαριτόβρυτος αὐτής Εἰκών, ὥστε Μοναχή τῆς Μονῆς νά γράφῃ σέ ὕμνον της ἐγκωμιαστικόν πρός τήν Ἁγίαν:
«Τά θαύματά σου, Ἁγία μου,
σάν τ’ Οὐρανοῦ τ’ ἀστέρια
λάμπουν ἀπ’ τήν Λυκόβρυση
σ’ ὅλης τῆς γῆς τά πλέρια»
Ὁ Θεός ἔδωσε εἰς τήν Ἁγίαν θεράπαινάν Του Ὁσίαν Εἰρήνην Χρυσοβαλάντου τήν ἰδιαίτερη χάρη νά δέεται στό Θρόνο τῆς Μεγαλωσύνης Του γιά τούς πιστούς πού θά στρέφουν τίς ἱκεσίες τους σέ Αὐτήν καί θά ἀκουμποῦν μέ πίστη τίς ἐλπίδες τους στή δική της ἀγάπη καί παρρησία.
Τά θαύματα πού γίνονται ἀπό τήν δύναμη τῆς πρεσβείας τῆς μεγάλης προστάτιδός μας Ἁγίας Εἰρήνης Χρυσοβαλάντου συγκινοῦν καί συγκλονίζουν, ἐμπνέουν καί καθοδηγοῦν τήν ἀνθρώπινην ψυχήν, δι’ αὐτό καί πρέπει νά γίνονται σέ ὅλους γνωστά.
Διότι μέ αὐτόν τόν τρόπον δοξάζουμε τόν Θεόν τόν θαυμαστώσαντα Αὐτήν καί τιμοῦμε τήν ἁγίαν θεράπαινάν Του, τήν Ὁσίαν Μητέρα μας Ἁγίαν Εἰρήνην Χρυσοβαλάντου, πού μέ τίς πλούσιες δωρεές της πρός ὅλους, ὅσοι τήν ἐπικαλοῦνται μέ πίστη, τονώνει τό ὀρθόδοξο βίωμα, τήν ζῶσα πίστη πρός τόν Θεόν τῶν Πατέρων μας.
Ὅταν πατᾶς τόν ἱερό χῶρο τῆς Μεγαλόδωρης Ἁγίας, εἰς τήν Λυκόβρυση, στόν ἐπιβλητικό Ναό της ἡ Θαυματουργός της Εἰκόνα μέ ἕνα πλῆθος γύρω τά πολύτιμα ἀφιερώματα πού εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς εὐγνωμοσύνης τῶν ψυχῶν, μαρτυρίες θαυμάτων ἐπιτελεσθέντων, σοῦ δημιουργεῖ στήν ψυχή ἕνα δέος, ἕνα αἴσθημα μυστηριακό.
Τό καθένα ἀφιέρωμα μιλᾶ καί γιά κάποιο θαῦμα. Γιά τήν ταχεῖαν βοήθειαν τῆς Μεγάλης Ἁγίας στίς ὥρες ἀγωνίας καί τῆς ἀνάγκης. Μπροστά της γονατίζουν οἱ ψυχές καί ἀποθέτουν στή χάρη της τά δικά τους αἰτήματα, τούς πόνους καί τούς πόθους τῶν καρδιῶν των.
Λεπτομερής βιογραφία τῆς Ὁσίας ὑπάρχει εἰς τήν Ἱεράν Μονήν σέ ἰδιαιτέρα ἔκδοση καί εἰς ἐτερον βιβλίον τό ὁποῖον περιλαμβάνει τούς παρακλητικούς Κανόνες καί τούς Χαιρετισμούς αὐτῆς.
Ἐπίσης κυκλοφορεῖ καί ἀνά δίμηνον Περιοδικόν μέ τόν τίτλον «ΟΣΙΑ ΕΙΡΗΝΗ ΧΡΥΣΟΒΑΛΑΝΤΟΥ» ἔκδοσις τῆς ἐν Λυκοβρύσει ὁμωνύμου Ἱερᾶς Μονής μέσα στό ὁποῖον δημοσιεύονται τά θαύματα πού ἐπιτελεῖ ἡ Ἁγία, τά ὁποῖα γράφονται καί ἀποστέλλονται ὡς εὐχαριστήριες ἐπιστολές ἀπό ἐκείνους πού εὐεργετήθηκαν ἀπό τήν χάρη της.
Π. Μ. Χρυσ/νή